ακανθοφαγώ

ακανθοφαγώ
ἀκανθοφαγῶ (-έω) (Μ) [ἀκανθοφάγος]
τρώω αγκάθια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακανθοφάγος — ἀκανθοφάγος, ον (Α) (ζώο) που τρώει αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + φάγος < ἔφαγον, ἐσθίω. ΠΑΡ. μσν. ἀκανθοφαγῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”